- ζυγώνω
- (Μ ζυγῶ, -όω, Μ και ζυγώνω)1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει»)2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιοννεοελλ.1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω, επίκειμαι («ζύγωσε ο καιρός τών εξετάσεων»)2. (με άρνηση)δεν ζυγώνωδεν συχνάζω κάπου («δεν ζυγώνει στην εκκλησιά» — δεν εκκλησιάζεται)3. διώκω, καταδιώκω4. διώχνω, απομακρύνω, αποβάλλω («διώξε την τόση πρίκα», Ερωτ.)5. κάνω κάτι να πλησιάσει («ζύγωσέ μου το κάθισμα»)νεοελλ.-μσν.πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον («δεν τόν ζυγώνει κανείς»)μσν.ιατρ. κλείνω, ενώνω με ραφές τα χείλη ενός τραύματος («ῥαφαῑς ζυγῶσαι», Παύλ. Αιγ.)αρχ.1. ιατρ. αποφράσσω2. φρ. «ζυγῶ κιθάραν» — τοποθετώ το εγκάρσιο ξύλο στη φόρμιγγα ή στη λύρα για να συνδέσω και στερεώσω τα δύο κέρατα τού σκελετού της.[ΕΤΥΜΟΛ. ζυγώνω < αρχ. ζυγ-ώ < ζυγ-όν. Το «πλησίασμα» τών ζώων που ζεύονταν κάτω από τον ίδιο ζυγό δημιούργησε πιθ. τη σημασία «πλησιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.